σίλικβα

σίλικβα
η, ΝΜ
ρωμαϊκό αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με 1/ 24 τού χρυσού σόλιδου και κυκλοφόρησε ευρύτατα στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. siligua «είδος νομίσματος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”